περιπλάνηση — η το να περιφέρεται κανείς αναζητώντας κάτι: Η περιπλάνησή μας στο δάσος, για να βρούμε το δρόμο, ήταν πολύωρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπλάνηση — η / περιπλάνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιπλανώμαι] άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους νεοελλ. εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο τού δρόμου … Dictionary of Greek
άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek
αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… … Dictionary of Greek
ορεινόμος — ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, ον) 1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.) 2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ… … Dictionary of Greek
περιπλανητικός — ή, ό ΝΑ [περιπλανώμαι) αυτός που γίνεται με περιπλάνηση ή αυτός που συνεπάγεται περιπλάνηση … Dictionary of Greek
πολυπλαγκτοσύνη — ἡ, Α [πολύπλαγκτος] περιπλάνηση σε πολλά μέρη, μεγάλη περιπλάνηση … Dictionary of Greek
ρέμβη — ῥέμβη, η, ΝΜΑ νεοελλ. ο ρεμβασμός, η ευάρεστη περιπλάνηση τής φαντασίας και τής σκέψης αρχ. μσν. η περιπλάνηση, το να γυρίζει κάποιος εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι] … Dictionary of Greek
Kalamata — 37° 01′ 52″ N 22° 06′ 42″ E / 37.031131, 22.111702 … Wikipédia en Français
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek